- βαστᾶσαι
- βαστάζωlift upfut part act fem nom/voc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαστάσαι — βαστά̱σᾱͅ , βαστάζω lift up fut part act fem dat sg (doric) βαστάζω lift up aor inf act βαστάσαῑ , βαστάζω lift up aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάς — άδος, ἡ, ΜΑ χερμάδιον*, πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου (α. «χαλκῷ μέλη τετρωμένοι ἤ χερμάδι τηλεβόλῳ», Πίνδ. β. «πόρρωθεν χερμάσι καὶ παλτοῑς ἔβαλλον», Ιώσ.) αρχ. 1. βότσαλο ακρογιαλιάς («παρηονῑτις... χερμάς», Ανθ. Παλ.) 2. σωρός από πέτρες… … Dictionary of Greek